Tuesday, December 12, 2017

Νίκος Καζαντζάκης



Το έτος 2017 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού Έτος Νίκος Καζαντζάκης, ως φόρο τιμής για τα 60 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν μια από τις κορυφαίες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας, τόσο για τον όγκο, όσο και για την εμβέλεια και την ευρύτητα του έργου του.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1883. Με την επανάσταση του 1897, ο πατέρας του, τον εγγράφει σε κλειστό σχολείο φραγκισκανών στη Νάξο, το οποίο άσκησε μεγάλη γοητεία στη νεανική ψυχή του. Το 1902 γράφεται στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοιτά το 1906. Συνεχίζει τις νομικές σπουδές του για δύο χρόνια στο Παρίσι, όπου και πρωτοέρχεται σε επαφή με την μπερξονική διδασκαλία, η οποία τον σημαδεύει. Αμέσως μετά επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μεταφράζει, για βιοπορισμό, φιλοσοφικά βιβλία. Αυτή την περίοδο γράφει και το πρώτο του έργο, την τραγωδία «Ο Πρωτομάστορας», που βασίζεται στο δημοτικό τραγούδι «Το Γιοφύρι της Άρτας».
Το 1914 γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο οργανώνουν εξορμήσεις και περιοδείες σε ελληνικά μέρη, μεταξύ των οποίων και στο Άγιο Όρος (1915). Από αυτή την επίσκεψη, που τον σημαδεύει, και από τον ήδη υπάρχοντα προβληματισμό του για την προσωπικότητα του Χριστού προκύπτει μια νέα τραγωδία με τον τίτλο «Χριστός».

«Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες,
 φύσηξε Χριστέ μου να γίνουν πεταλούδες».

Το 1918 ταξιδεύει στην Ελβετία και κατόπιν στη Ρωσία, ως υπάλληλος του ελληνικού δημοσίου σε αποστολή για τον επαναπατρισμό των εκεί Ελλήνων. Το 1922 βρίσκεται για λίγο στη Βιέννη, όπου τυπώνει τις δύο νέες του τραγωδίες «Βούδας» και «Οδυσσέας».
Τα επόμενα δύο χρόνια, ως το 1924, είναι πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση και το έργο του. Ζει στο Βερολίνο, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, βιώνει τις πολιτικές και κοινωνικές του συνέπειες. Έρχεται σε επαφή με μια ευρεία συντροφιά Εβραίων, εγκαταλείπει πια τις θεωρίες περί πνευματικής ανωτερότητας της ελληνικής φυλής και εντάσσεται ενεργά στον κομουνισμό. Διαμορφώνει εκ νέου μια συνθετότερη κοσμοθεωρία, την οποία εξέφρασε στο έργο του «Ασκητική» (1927) και συμπυκνώνει σ’ αυτήν όλη τη μεταφυσική και θεωρητική θέση του καθώς περιγράφει την πορεία της ψυχής σε ένα σύστημα ιεραρχημένων κύκλων (Εγώ, Ανθρωπότητα, Γη, Σύμπαν και Θεός). Ο ίδιος θεωρούσε την «Ασκητική» πυρήνα του έργου του.
«Νίκησα; Νικήθηκα; Τούτο μονάχα ξέρω: Είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος»

Το 1924 γύρισε στην Κρήτη, όπου μάταια προσπάθησε να οργανώσει μια παράνομη πολιτική ομάδα. Εκεί ζει για ένα χρόνο και τότε πρωτοσχεδιάζει το μεγαλύτερο σε όγκο έργο του, το έπος «Οδύσσεια», που γνώρισε επτά διαφορετικές γραφές ως την τελική της έκδοση το 1938. Από το 1925 ως το 1929 πραγματοποιεί τρία ταξίδια στη Ρωσία, κατά τα οποία συνεχίζει την επεξεργασία της «Οδύσσειας» και γράφει επίσης ταξιδιωτικές εντυπώσεις και ένα γαλλικό μυθιστόρημα («Toda Rada»).
Πραγματοποιεί, κατόπιν, κάποιες επισκέψεις στη Γαλλία, στην Ισπανία (1932-33) και το 1935 πηγαίνει στην Ιαπωνία και στην Κίνα και μετέπειτα στην Ισπανία ως πολεμικός ανταποκριτής κατά τον εμφύλιο (1936). Στο μεταξύ έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία της «Οδύσσειας», που εκδίδεται δύο χρόνια μετά στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών του, ο Καζαντζάκης συνέθεσε και μια σειρά από κάντος, αφιερωμένα σε ανθρώπους που επηρέασαν την προσωπικότητα και την ποιητική του τα οποία τυπώθηκαν μετά θάνατον υπό τον τίτλο «Τερτσίνες».

«Δεν υπάρχουν ιδέες υπάρχουν
μοναχά άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες,
κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».

Η έναρξη του β’ παγκόσμιου πολέμου τον βρίσκει στο Λονδίνο, καλεσμένο του Βρετανικού Συμβουλίου. Τον ίδιο χειμώνα γυρίζει στην Αίγινα, όπου και ζει ως το τέλος του πολέμου. Έχει ήδη ξεκινήσει μια δεύτερη περίοδος δραματογραφίας με τα έργα «Μέλισσα» (1937), «Ιουλιανός» (1939), που ολοκληρώνεται ως το 1949, «Προμηθέας», «Καποδίστριας», «Κούρος», «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», «Χριστόφορος Κολόμβος». Μετά την απελευθέρωση ζει για λίγο στην Αθήνα, όπου διορίζεται υπουργός, αλλά σύντομα εγκαταλείπει την πολιτική για να ξαναπάει στο Παρίσι και, μετά λίγες ημέρες στο Κέμπριτζ (1946), ως σύμβουλος λογοτεχνίας της Ουνέσκο.

«Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν μα στο τέλος θα σπάσουν και τα σίδερα»

Από το 1948 εγκαθίσταται στη Αντίμπ, όπου θα ζήσει και θα αφιερωθεί στη συγγραφή για μια, περίπου, δεκαετία. Αυτά τα χρόνια θα γνωρίσει την αγάπη του κοινού, θα δει επανεκδόσεις και συνεχείς μεταφράσεις των έργων του.
Στο έργο του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» μυθοποιεί ένα πραγματικό πρόσωπο και το ενδύει με μια νοοτροπία– αντίκρισμα της κοσμοθεωρίας του. Ακολουθούν τα έργα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Ο Καπετάν Μιχάλης» (1950), «Ο τελευταίος πειρασμός» (1951), «Ο φτωχούλης του Θεού» (1952) και «Οι Αδερφοφάδες» (1954), μυθιστορήματα όλα σημαντικά για τη ζωντάνια, την αμεσότητα και τη θεματολογική τους πρωτοτυπία, αλλά όχι άρτια λογοτεχνικά (εξάλλου τα θεωρούσε πάρεργα).

«Ο άνθρωπος όταν νιώθει πόνο είναι ζωντανός. Αλλά όταν νιώσει τον πόνο του άλλου τότε ΝΑΙ είναι Άνθρωπος»!

Το 1957 έκανε το τελευταίο ταξίδι στην αγαπημένη του Κίνα, από όπου γύρισε, όμως, άρρωστος. Πέθανε τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου σε νοσοκομείο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία.
Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε (1961) η αυτοβιογραφία του. Από τα ταξίδια του έχουμε τους τόμους εντυπώσεων και φιλοσοφικών σχολίων, «Ταξιδεύοντας», με επιμέρους τίτλους τα ονόματα των χωρών. Ιδιαίτερη και ιδιότυπη είναι και η προσφορά του στον τομέα της μετάφρασης (Δάντης, Φάουστ, Όμηρος, τον τελευταίο σε συνεργασία με τον Ι.Θ. Κακριδή), που λειτουργεί ως ερμηνεία, σχολιασμός και αφορμή προσωπικών στοχασμών.

«Στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δυο και γίνονται ένα! Δεν ξεχωρίζουν! Το εγώ και το εσύ αφανίζονται.
Αγαπώ θα πει Χάνομαι»!

Βασανιζόταν πάντα από υπαρξιακές αγωνίες και αναζητούσε απαντήσεις για τα πιο καίρια, βασικά δόγματα της ανθρώπινης φύσης, της πηγής-στόχου της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο έργο του είναι ευδιάκριτο το φιλοσοφικό απόσταγμα των μεγαλύτερων φιλοσοφικών συστημάτων του 20ού αι., συνδυασμένο με την προσωπική του διάνοια και διαμορφωμένο τελικά σε μια απόλυτα προσωπική του κοσμοθεωρία. Φανερή είναι σε ολόκληρο το έργο του η επίδραση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, τόσο ως προς την έννοια της αμφισβήτησης, όσο και ως προς την έννοια του υπερανθρώπου.
Τη μεγαλύτερη όμως επίδραση άσκησε στην ηθική του φυσιογνωμία και του γέννησε τα περισσότερα ερωτήματα η προσωπικότητα του Χριστού, η συνύπαρξη σε ένα πρόσωπο του Θεού και του ανθρώπου, η πάλη σε μια ψυχή όλων των αντίρροπων δυνάμεων.

«Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος».

Προτάθηκε εννέα φορές για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956, 1957) ωστόσο η Ελληνική Ακαδημία, μια σειρά από διάφορα γεγονότα και οι κομουνιστικές του πεποιθήσεις του στέρησαν, άλλες φορές τη συμμετοχή και άλλες φορές την νίκη.  
Ο μηδενισμός του, ο φιλοσοφικός συγκρητισμός του και η προκλητικότητά του απέναντι στα δόγματα του χριστιανισμού, στη σύλληψη της έννοιας του θείου και η υπέρβασή της στάθηκαν η αιτία να ζητηθεί ο αφορισμός του. Ωστόσο τιμήθηκε από την Ελλάδα και τους συμπατριώτες του, οι οποίοι τον έθαψαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Τελευταία επιθυμία του υπήρξε να σκαλιστεί στην ταφόπετρά του η φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος».

Πηγή: Μαλλιάρης Εγκυκλοπαίδεια

Καλαϊτζάκη Ειρήνη- Ελένη (φοιτήτρια αθλητικής δημοσιογραφίας Ι.Ε.Κ. ΑΚΜΗ Ηρακλείου  Κρήτης)